καλλίβλαστος

καλλίβλαστος
καλλίβλαστος, -ον (Μ)
(για φυτό) αυτός που έχει ωραίους βλαστούς και ωραίο φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -βλαστος (< βλαστός), πρβλ. αρτί-βλαστος, νεό-βλαστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • καλλιβλάστητος — καλλιβλάστητος, ον (Μ) ο καλλίβλαστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βλάστητος (< βλαστάνω), πρβλ. α βλάστητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”